- πραγματοειδής
- -ες, Α1. πολυάσχολος2. επίπονος, κοπιαστικός3. ενοχλητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραγματοειδέστερον — πραγματοειδής laborious adverbial comp πραγματοειδής laborious masc acc comp sg πραγματοειδής laborious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματώδης — ῶδες, Α [πρᾶγμα, ατος] 1. ο πραγματοειδής* 2. κουραστικός, ανιαρός, πληκτικός («οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ ὀχληρότερον τὸ καλῶς φρονεῑν τοῡ κακῶς», Φιλόδ.). επίρρ... πραγματωδῶς και πραγματιωδῶς, ΜΑ πράγματι … Dictionary of Greek